- σύμψηφος
- -ον, ΜΑμσν.αυτός που έχει εκλεγεί με κοινή ψήφο τού λαού και τού κλήρουαρχ.1. αυτός που ψηφίζει την ίδια γνώμη, σύμφωνος («καὶ ἡμᾱς συμψήφους χρὴ τῷ θεῷ γενέσθαι», Ρουφ.)2. λογιστής3. φρ. α) «σύμψηφον λαβεῑν τινα» — έχω κάποιον ο οποίος θα ψηφίσει την ίδια γνώμη με εμέναβ) «σύμψηφον ποιεῑν ἑαυτόν τινι» — το να έχει κανείς την ίδια γνώμη με κάποιον άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ψηφος (< ψῆφος), πρβλ. περί-ψηφος].
Dictionary of Greek. 2013.